λαπαθος

λαπαθος
    λάπαθος
    λάπᾰθος
    ὅ охот. волчья яма, западня Democr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λαπαθος" в других словарях:

  • λάπαθος — monk s rhubarb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπάθους — λάπαθος monk s rhubarb masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • alp- —     alp     English meaning: ‘small, weak”     Deutsche Übersetzung: “klein, schwach” ?     Material: O.Ind. álpa , alpaca “ small, slight, flimsy “ (alpēna, alpüt “ light, fast “); to unite heavily in the definition with Lith. alpstù, alpaũ,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Lapathos — 35.26861111111133.825 …   Deutsch Wikipedia

  • αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι …   Dictionary of Greek

  • λαπάθου — λάπαθον monk s rhubarb neut gen sg λάπαθος monk s rhubarb masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπάθων — λάπαθον monk s rhubarb neut gen pl λάπαθος monk s rhubarb masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαπάθῳ — λάπαθον monk s rhubarb neut dat sg λάπαθος monk s rhubarb masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάπαθον — monk s rhubarb neut nom/voc/acc sg λάπαθος monk s rhubarb masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»